ὁμόζυξ — female masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοζύγων — ὁμόζυξ female masc/fem gen pl ὁμόζυγος yoked together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγα — ὁμόζυξ female masc/fem acc sg ὁμόζυγος yoked together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγας — ὁμόζυξ female masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγε — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc/acc dual ὁμόζυγος yoked together masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγες — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγι — ὁμόζυξ female masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόζυγος — ὁμόζυξ female masc/fem gen sg ὁμόζυγος yoked together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίζυξ — δίζυξ, ο, η και διζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον 2. διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζυξ < (θ.) ζυγ τού εζύγην, παθητικός αόρ. β του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek