ομόζυξ

ομόζυξ
ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγος («ὁμόζυξ μετὰ τοῡ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι τού ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεό-ζυξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμόζυξ — female masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζύγων — ὁμόζυξ female masc/fem gen pl ὁμόζυγος yoked together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγα — ὁμόζυξ female masc/fem acc sg ὁμόζυγος yoked together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγας — ὁμόζυξ female masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγε — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc/acc dual ὁμόζυγος yoked together masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγες — ὁμόζυξ female masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγι — ὁμόζυξ female masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόζυγος — ὁμόζυξ female masc/fem gen sg ὁμόζυγος yoked together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίζυξ — δίζυξ, ο, η και διζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον 2. διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζυξ < (θ.) ζυγ τού εζύγην, παθητικός αόρ. β του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”